- αὐλαρχία
- -ας ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 2,46hfunction of chief of the (temple) court; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αυλαρχία — η 1. το αξίωμα του αυλάρχη 2. ο χρόνος κατά τον οποίο διετέλεσε κανείς αυλάρχης … Dictionary of Greek
αὐλαρχίας — αὐλαρχίᾱς , αὐλαρχία chief of the court fem acc pl αὐλαρχίᾱς , αὐλαρχία chief of the court fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)